ούρδα
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ούρδα | οι | ούρδες |
| γενική | της | ούρδας | — | |
| αιτιατική | την | ούρδα | τις | ούρδες |
| κλητική | ούρδα | ούρδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ούρδα < αρωμουνική urdă < αλβανική urdhë / hurdhë < πρωτοαλβανική *wurdā < *urdā / *uordā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wer- (βράζω)
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
ούρδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.