μυζήθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυζήθρα | οι | μυζήθρες |
| γενική | της | μυζήθρας | των | μυζηθρών |
| αιτιατική | τη | μυζήθρα | τις | μυζήθρες |
| κλητική | μυζήθρα | μυζήθρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μυζήθρα θηλυκό
Συγγενικά
- αφρομύζηθρο
- γαλατομυζήθρα
- γαλομυζήθρα
- γιαουρτομυζήθρα
- γιδομυζήθρα
- γλυκομυζήθρα
- μυζηθρίτσα
- μυζηθρόπιτα
- μυζηθροπιτάκι
- μυζηθροπιτίτσα
- μυζηθροπιτούλα
- ξινομυζήθρα
- → δείτε τη λέξη ζύμη
Μεταφράσεις
- μυζήθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μυζήθρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μουζήθρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.