οχτάστηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οχτάστηλος | η | οχτάστηλη | το | οχτάστηλο |
| γενική | του | οχτάστηλου | της | οχτάστηλης | του | οχτάστηλου |
| αιτιατική | τον | οχτάστηλο | την | οχτάστηλη | το | οχτάστηλο |
| κλητική | οχτάστηλε | οχτάστηλη | οχτάστηλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οχτάστηλοι | οι | οχτάστηλες | τα | οχτάστηλα |
| γενική | των | οχτάστηλων | των | οχτάστηλων | των | οχτάστηλων |
| αιτιατική | τους | οχτάστηλους | τις | οχτάστηλες | τα | οχτάστηλα |
| κλητική | οχτάστηλοι | οχτάστηλες | οχτάστηλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οχτάστηλος < οκτάστηλος < οκτα- + στήλη + -ος
Μεταφράσεις
οχτάστηλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.