οφθαλμοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφθαλμοσκοπία οι οφθαλμοσκοπίες
      γενική της οφθαλμοσκοπίας των οφθαλμοσκοπιών
    αιτιατική την οφθαλμοσκοπία τις οφθαλμοσκοπίες
     κλητική οφθαλμοσκοπία οφθαλμοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οφθαλμοσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ophtalmoscopie < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός + σκοπέω[1]

Ουσιαστικό

οφθαλμοσκοπία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μορφολογικά αναλύεται σε οφθαλμ(ός) + -ο- + -σκοπία.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.