οφθαλμοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οφθαλμοσκόπιο | τα | οφθαλμοσκόπια |
| γενική | του | οφθαλμοσκοπίου & οφθαλμοσκόπιου |
των | οφθαλμοσκοπίων |
| αιτιατική | το | οφθαλμοσκόπιο | τα | οφθαλμοσκόπια |
| κλητική | οφθαλμοσκόπιο | οφθαλμοσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

οφθαλμοσκόπια
Ετυμολογία
- οφθαλμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ophthalmoscope < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός + σκοπέω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οφθαλμοσκόπηση, οφθαλμός και σκοπώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.