ουτοπιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουτοπιστικός η ουτοπιστική το ουτοπιστικό
      γενική του ουτοπιστικού της ουτοπιστικής του ουτοπιστικού
    αιτιατική τον ουτοπιστικό την ουτοπιστική το ουτοπιστικό
     κλητική ουτοπιστικέ ουτοπιστική ουτοπιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουτοπιστικοί οι ουτοπιστικές τα ουτοπιστικά
      γενική των ουτοπιστικών των ουτοπιστικών των ουτοπιστικών
    αιτιατική τους ουτοπιστικούς τις ουτοπιστικές τα ουτοπιστικά
     κλητική ουτοπιστικοί ουτοπιστικές ουτοπιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουτοπιστικός < ουτοπία + -ιστικός

Επίθετο

ουτοπιστικός

  • αυτός που αναφέρεται στην επιδίωξη της ουτοπίας
οι ουτοπιστικές θεωρίες του Σαιν Σιμόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.