ουτοπικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ουτοπικά < ουτοπικ(ός) + -ά
- (καθαρεύουσα) οὐτοπικῶς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ουτοπία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ουτοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ουτοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.