ουρολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρολογικός η ουρολογική το ουρολογικό
      γενική του ουρολογικού της ουρολογικής του ουρολογικού
    αιτιατική τον ουρολογικό την ουρολογική το ουρολογικό
     κλητική ουρολογικέ ουρολογική ουρολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρολογικοί οι ουρολογικές τα ουρολογικά
      γενική των ουρολογικών των ουρολογικών των ουρολογικών
    αιτιατική τους ουρολογικούς τις ουρολογικές τα ουρολογικά
     κλητική ουρολογικοί ουρολογικές ουρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουρολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ουρολογικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.