ουρακοτάγκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ουρακοτάγκος | οι | ουρακοτάγκοι |
| γενική | του | ουρακοτάγκου | των | ουρακοτάγκων |
| αιτιατική | τον | ουρακοτάγκο | τους | ουρακοτάγκους |
| κλητική | ουρακοτάγκε | ουρακοτάγκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ουρακοτάγκος.
Ετυμολογία
- ουρακοτάγκος < (λόγιο δάνειο) γαλλική orang-outan < μαλαϊκή (μαλαισιανή) orang (άνθρωπος) + utan (δάσος). Το επίθετο οὐραγκουταγκοειδής, ήδη από το 1891.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.ɾa.koˈtaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐κο‐τάγ‐κος
Ουσιαστικό
ουρακοτάγκος αρσενικό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ουρακοτάγκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.