αγριάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγριάνθρωπος οι αγριάνθρωποι
      γενική του αγριάνθρωπου
& αγριανθρώπου
των αγριάνθρωπων
& αγριανθρώπων
    αιτιατική τον αγριάνθρωπο τους αγριάνθρωπους
& αγριανθρώπους
     κλητική αγριάνθρωπε αγριάνθρωποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριάνθρωπος < αγρι- + άνθρωπος

Ουσιαστικό

αγριάνθρωπος αρσενικό

  1. άνθρωπος απεριποίητος που μοιάζει στην όψη με άγριο
    ο ναυαγισμένος Οδυσσέας εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στη Ναυσικά ταλαιπωρημένος και τρομακτικός, σωστός αγριάνθρωπος
  2. άνθρωπος χωρίς ευγένεια στους τρόπους, βάρβαρος, αγροίκος
  3. άνθρωπος που ζει σαν άγριος, μακριά από τον πολιτισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.