ουνίτισσα

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουνίτισσα οι ουνίτισσες
      γενική της ουνίτισσας των ουνιτισσών
    αιτιατική την ουνίτισσα τις ουνίτισσες
     κλητική ουνίτισσα ουνίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουνίτισσα < ουνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


Ουσιαστικό

ουνίτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη ουνίτης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.