ουκ ολίγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουκ ολίγος | η | ουκ ολίγη | το | ουκ ολίγο |
| γενική | του | ουκ ολίγου | της | ουκ ολίγης | του | ουκ ολίγου |
| αιτιατική | τον | ουκ ολίγο | την | ουκ ολίγη | το | ουκ ολίγο |
| κλητική | ουκ ολίγε | ουκ ολίγη | ουκ ολίγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουκ ολίγοι | οι | ουκ ολίγες | τα | ουκ ολίγα |
| γενική | των | ουκ ολίγων | των | ουκ ολίγων | των | ουκ ολίγων |
| αιτιατική | τους | ουκ ολίγους | τις | ουκ ολίγες | τα | ουκ ολίγα |
| κλητική | ουκ ολίγοι | ουκ ολίγες | ουκ ολίγα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ουκ ολίγος
- (λόγιο, κυρίως στον πληθυντικό) πολύς
- ↪ Συμμετείχαν ουκ ολίγοι άνθρωποι. (Συμμετείχαν πολλοί άνθρωποι)
- ↪ Έχει ουκ ολίγα προβλήματα (Έχει πολλά προβλήματα)
- ↪ Πήγα ουκ ολίγες φορές. (Πήγα πολλές φορές)
Μεταφράσεις
ουκ ολίγος
|
|
Πηγές
- ολίγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ολίγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ολίγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.