ουζοποσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουζοποσία οι ουζοποσίες
      γενική της ουζοποσίας των ουζοποσιών
    αιτιατική την ουζοποσία τις ουζοποσίες
     κλητική ουζοποσία ουζοποσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουζοποσία < ούζο + -ο- + πόση + -ία

Ουσιαστικό

ουζοποσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.