ουζοπότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουζοπότης οι ουζοπότες
      γενική του ουζοπότη των ουζοποτών
    αιτιατική τον ουζοπότη τους ουζοπότες
     κλητική ουζοπότη ουζοπότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουζοπότης < ούζο + -ο- + πότης

Ουσιαστικό

ουζοπότης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.