ουδετερόδυνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουδετερόδυνος | η | ουδετερόδυνη | το | ουδετερόδυνο |
| γενική | του | ουδετερόδυνου | της | ουδετερόδυνης | του | ουδετερόδυνου |
| αιτιατική | τον | ουδετερόδυνο | την | ουδετερόδυνη | το | ουδετερόδυνο |
| κλητική | ουδετερόδυνε | ουδετερόδυνη | ουδετερόδυνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουδετερόδυνοι | οι | ουδετερόδυνες | τα | ουδετερόδυνα |
| γενική | των | ουδετερόδυνων | των | ουδετερόδυνων | των | ουδετερόδυνων |
| αιτιατική | τους | ουδετερόδυνους | τις | ουδετερόδυνες | τα | ουδετερόδυνα |
| κλητική | ουδετερόδυνοι | ουδετερόδυνες | ουδετερόδυνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ουδετερόδυνος, -η, -ο
- (σπάνιο) που αφορά ραδιοφωνικό δέκτη στον οποίο η χωρητικότητα μεταξύ ηλεκτροδίων που προκαλεί αστάθεια των τριοδικών λυχνιών ραδιοσυχνοτήτων ακυρώνεται ή «εξουδετερώνεται», για να αποφευχθούν παρασιτικές συχνότητες
-
Neutrodyne στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.