οστεΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεΐνη οι οστεΐνες
      γενική της οστεΐνης των οστεϊνών
    αιτιατική την οστεΐνη τις οστεΐνες
     κλητική οστεΐνη οστεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστεΐνη < από το επίθετο στην αρχαία ελληνική ὀστέϊνος, ὀστεΐνη, ὀστέϊνον < οστε- (διαγλωσσικοί όροι oste(o)- + -ίνη (-ine).[1] Δείτε και την αγγλική ostein, ossein τη γαλλική osséine από τα λατινικά)

Ουσιαστικό

οστεΐνη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.