οστίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οστίτης οι οστίτες
      γενική του οστίτη των οστιτών
    αιτιατική τον οστίτη τους οστίτες
     κλητική οστίτη οστίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστίτης < (ελληνιστική κοινή) ὀστίτης < αρχαία ελληνική ὀστοῦν

Ουσιαστικό

οστίτης αρσενικό

  • που βρίσκεται στα οστά ή αποτελείται από οστέινα κομμάτια
    Με απλά λόγια, ο γιατρός θα μπορεί να τοποθετεί την υδρογέλη εμπλουτισμένη με βλαστικά κύτταρα του ασθενούς στα σημεία του οστού όπου υπάρχει κάταγμα και χάρη στη σχεδόν υγρή μορφή της θα έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει ένα “καλούπι” επάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί ο οστίτης ιστός. (*)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη οστό

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.