υδρογέλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδρογέλη | οι | υδρογέλες |
| γενική | της | υδρογέλης | των | υδρογελών |
| αιτιατική | την | υδρογέλη | τις | υδρογέλες |
| κλητική | υδρογέλη | υδρογέλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδρογέλη < υδρο- + γέλη ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) hydrogel)
Ουσιαστικό
υδρογέλη θηλυκό
- διάφορα είδη κολλώδους ημίρρευστης ουσίας, που χρησιμοποιούνται στην ιατρική, τη βιομηχανία κ.α.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υδρο- και γέλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.