ορνιθόρυγχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορνιθόρυγχος οι ορνιθόρυγχοι
      γενική του ορνιθόρυγχου
& ορνιθορύγχου
των ορνιθόρυγχων
& ορνιθορύγχων
    αιτιατική τον ορνιθόρυγχο τους ορνιθόρυγχους
& ορνιθορύγχους
     κλητική ορνιθόρυγχε ορνιθόρυγχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορνιθόρυγχος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ornithorhynchus[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ornithorynque[1] < αρχαία ελληνική ὄρνις + ῥύγχος

Ουσιαστικό

ορνιθόρυγχος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ορνιθόρυγχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.