Τασμανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τασμανία | οι | Τασμανίες |
| γενική | της | Τασμανίας | των | Τασμανιών |
| αιτιατική | την | Τασμανία | τις | Τασμανίες |
| κλητική | Τασμανία | Τασμανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τασμανία < (λόγιο δάνειο) αγγλική Tasmania < από το όνομα του ολλανδού εξερευνητή Άμπελ Τάσμαν
Κύριο όνομα
Τασμανία θηλυκό
- μεγάλο νησί και ομόσπονδη πολιτεία της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας, από την οποία απέχει 150 μίλια προς νότο
-
Τασμανία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.