ορκοληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορκοληψία | οι | ορκοληψίες |
| γενική | της | ορκοληψίας | των | ορκοληψιών |
| αιτιατική | την | ορκοληψία | τις | ορκοληψίες |
| κλητική | ορκοληψία | ορκοληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ορκοληψία θηλυκό
- (νομικός όρος, σπάνιο) η όρκιση, από αρμόδια πρόσωπο ή αρχή, κρατικού λειτουργού κατά την ανάληψη της υπηρεσίας του
Μεταφράσεις
ορκοληψία
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.