ορθοφωνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθοφωνητικός | η | ορθοφωνητική | το | ορθοφωνητικό |
| γενική | του | ορθοφωνητικού | της | ορθοφωνητικής | του | ορθοφωνητικού |
| αιτιατική | τον | ορθοφωνητικό | την | ορθοφωνητική | το | ορθοφωνητικό |
| κλητική | ορθοφωνητικέ | ορθοφωνητική | ορθοφωνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθοφωνητικοί | οι | ορθοφωνητικές | τα | ορθοφωνητικά |
| γενική | των | ορθοφωνητικών | των | ορθοφωνητικών | των | ορθοφωνητικών |
| αιτιατική | τους | ορθοφωνητικούς | τις | ορθοφωνητικές | τα | ορθοφωνητικά |
| κλητική | ορθοφωνητικοί | ορθοφωνητικές | ορθοφωνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορθοφωνητικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ορθοφωνητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.