ορθοτροπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορθοτροπισμός οι ορθοτροπισμοί
      γενική του ορθοτροπισμού των ορθοτροπισμών
    αιτιατική τον ορθοτροπισμό τους ορθοτροπισμούς
     κλητική ορθοτροπισμέ ορθοτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθοτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthotropism < αρχαία ελληνική ὀρθός + τρόπος

Ουσιαστικό

ορθοτροπισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.