οργιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργιά οι οργιές
      γενική της οργιάς των οργιών
    αιτιατική την οργιά τις οργιές
     κλητική οργιά οργιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργιά < μεσαιωνική ελληνική ὀργιά /ὀργία < ελληνιστική κοινή ὀργυιά < αρχαία ελληνική ὄργυια

Ουσιαστικό

οργιά θηλυκό

  1. η μονάδα μήκους που ισούται με έξι πόδια, όσο περίπου είναι το άνοιγμα των τεντωμένων χεριών ενός άνδρα
  2. (ναυτικός όρος) η μονάδα μήκους ίση με δύο γιάρδες
  3. η απλωτή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.