οργανωτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργανωτικότητα οι οργανωτικότητες
      γενική της οργανωτικότητας των οργανωτικοτήτων
    αιτιατική την οργανωτικότητα τις οργανωτικότητες
     κλητική οργανωτικότητα οργανωτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανωτικότητα < οργανωτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική organizability[1])

Ουσιαστικό

οργανωτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. οργανωτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.