οργανογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οργανογόνος | η | οργανογόνος & οργανογόνα |
το | οργανογόνο |
| γενική | του | οργανογόνου | της | οργανογόνου & οργανογόνας |
του | οργανογόνου |
| αιτιατική | τον | οργανογόνο | την | οργανογόνο & οργανογόνα |
το | οργανογόνο |
| κλητική | οργανογόνε | οργανογόνε & οργανογόνα |
οργανογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οργανογόνοι | οι | οργανογόνοι & οργανογόνες |
τα | οργανογόνα |
| γενική | των | οργανογόνων | των | οργανογόνων | των | οργανογόνων |
| αιτιατική | τους | οργανογόνους | τις | οργανογόνους & οργανογόνες |
τα | οργανογόνα |
| κλητική | οργανογόνοι | οργανογόνοι & οργανογόνες |
οργανογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οργανογόνος < γαλλική organogene / οργαν(ικός) + -ο- + -γόνος
Επίθετο
οργανογόνος, -ος/-α, -ο
- (παρωχημένο) λέξη που αφορούσε το οξυγόνο, το υδρογόνο, το άζωτο και τον άνθρακα που βρίσκονται στις οργανικές ενώσεις[1]
Μεταφράσεις
οργανογόνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.