οργανικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργανικότητα οι οργανικότητες
      γενική της οργανικότητας των οργανικοτήτων
    αιτιατική την οργανικότητα τις οργανικότητες
     κλητική οργανικότητα οργανικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανικότητα < οργανικός + -ότητα

Ουσιαστικό

οργανικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του οργανικού
  2. το να έχει κάποιος εκπαιδευτικός οργανική θέση σε κάποιο σχολείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.