οργανική θέση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οργανική θέση | οι | οργανικές θέσεις |
| γενική | της | οργανικής θέσης | των | οργανικών θέσεων |
| αιτιατική | την | οργανική θέση | τις | οργανικές θέσεις |
| κλητική | οργανική θέση | οργανικές θέσεις | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
οργανική θέση θηλυκό
Μεταφράσεις
οργανική θέση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.