οργανικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οργανικισμός οι οργανικισμοί
      γενική του οργανικισμού των οργανικισμών
    αιτιατική τον οργανικισμό τους οργανικισμούς
     κλητική οργανικισμέ οργανικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανικισμός < οργανικός

Ουσιαστικό

οργανικισμός αρσενικό

  1. φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ζωή οφείλεται στα όργανα και όχι σε κάποια δύναμη που τα κινεί
  2. ιατρική θεωρία που αποδίδει την ασθένεια σε βλάβη του αντίστοιχου οργάνου
  3. κοινωνική θεωρία που θεωρεί την κοινωνία ως ζώντα οργανισμό, και παρουσιάζει τα κοινωνικά φαινόμενα περίπου ως βιολογικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.