οπτιμίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπτιμίστρια | οι | οπτιμίστριες |
| γενική | της | οπτιμίστριας | των | οπτιμιστριών |
| αιτιατική | την | οπτιμίστρια | τις | οπτιμίστριες |
| κλητική | οπτιμίστρια | οπτιμίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπτιμίστρια < οπτιμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.