οξύηχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξύηχος η οξύηχη το οξύηχο
      γενική του οξύηχου της οξύηχης του οξύηχου
    αιτιατική τον οξύηχο την οξύηχη το οξύηχο
     κλητική οξύηχε οξύηχη οξύηχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύηχοι οι οξύηχες τα οξύηχα
      γενική των οξύηχων των οξύηχων των οξύηχων
    αιτιατική τους οξύηχους τις οξύηχες τα οξύηχα
     κλητική οξύηχοι οξύηχες οξύηχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οξύηχος < ελληνιστική κοινή ὀξύηχος

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈksi.i.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οξύηχος

Επίθετο

οξύηχος, -η, -ο

  • που παράγει οξύ ήχο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • οξύηχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.