οξύαυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οξύαυλος οι οξύαυλοι
      γενική του οξύαυλου
& οξυαύλου
των οξύαυλων
& οξυαύλων
    αιτιατική τον οξύαυλο τους οξύαυλους
& οξυαύλους
     κλητική οξύαυλε οξύαυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τρεις οξύαυλοι

Ετυμολογία

οξύαυλος < (καθαρεύουσα) ὀξύαυλος ὀξύς + αὐλός (οξύ- + αυλός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hautbois

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈksi.a.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οξύαυλος

Ουσιαστικό

οξύαυλος αρσενικό

  • (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το όμποε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.