οξόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξόνη | οι | οξόνες |
| γενική | της | οξόνης | των | οξονών |
| αιτιατική | την | οξόνη | τις | οξόνες |
| κλητική | οξόνη | οξόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξόνη < οξύ + -όνη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acétone)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οξόνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.