-όνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -όνη οι -όνες
      γενική της -όνης των -ονών
    αιτιατική τη(ν) -όνη τις -όνες
     κλητική -όνη -όνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-όνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική -one[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νη

Επίθημα

-όνη θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -όνη στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -όνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.