οξυμετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξυμετρία | οι | οξυμετρίες |
| γενική | της | οξυμετρίας | των | οξυμετριών |
| αιτιατική | την | οξυμετρία | τις | οξυμετρίες |
| κλητική | οξυμετρία | οξυμετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξυμετρία
Οξυμετρία είναι ο κλάδος της ογκομετρίας που προσδιορίζει συγκεντρώσεις βασικών διαλυμάτων με την χρήση πρότυπου διαλύματος οξέος.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
οξυμετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.