οξυζενέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οξυζενέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική (eau) oxygénée
Ουσιαστικό
οξυζενέ ουδέτερο άκλιτο
- (φαρμακευτική) αραιό υδατικό διάλυμα του υπεροξειδίου του υδρογόνου με αντισηπτικές ιδιότητες· άχρωμο υγρό που χρησιμοποιείται για να καθαρίζουμε πληγές ή για να ξεβάφουμε ρούχα, μαλλιά ή άλλα αντικείμενα
- οξυζενές (αρσενικό, (λαϊκό)
Συνώνυμα
- οξυγονούχο ύδωρ
-
οξυζενέ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οξυζενέ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.