οξυγονοκοπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξυγονοκοπή | οι | οξυγονοκοπές |
| γενική | της | οξυγονοκοπής | των | οξυγονοκοπών |
| αιτιατική | την | οξυγονοκοπή | τις | οξυγονοκοπές |
| κλητική | οξυγονοκοπή | οξυγονοκοπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οξυγονοκοπή θηλυκό
- (τεχνολογία) η κοπή μετάλλου με οξυγονοκόφτη και χρήση φλόγας που συντηρείται με οξυγόνο και ασετυλίνη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- οξυγονοκοπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.