ασετυλίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασετυλίνη | οι | ασετυλίνες |
| γενική | της | ασετυλίνης | των | ασετυλινών |
| αιτιατική | την | ασετυλίνη | τις | ασετυλίνες |
| κλητική | ασετυλίνη | ασετυλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
-
ασετυλίνη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ασετυλίνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.