ασετυλίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασετυλίνη οι ασετυλίνες
      γενική της ασετυλίνης των ασετυλινών
    αιτιατική την ασετυλίνη τις ασετυλίνες
     κλητική ασετυλίνη ασετυλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασετυλίνη < γαλλική acétylène

Ουσιαστικό

ασετυλίνη θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.