οξοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οξοποιός οι οξοποιοί
      γενική του/της οξοποιού των οξοποιών
    αιτιατική τον/την οξοποιό τους/τις οξοποιούς
     κλητική οξοποιέ οξοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξοποιός < όξος + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

οξοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.