οξοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξοποίηση οι οξοποιήσεις
      γενική της οξοποίησης* των οξοποιήσεων
    αιτιατική την οξοποίηση τις οξοποιήσεις
     κλητική οξοποίηση οξοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οξοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξοποίηση < όξος + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

οξοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.