οξιτανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οξιτανικός | η | οξιτανική | το | οξιτανικό |
| γενική | του | οξιτανικού | της | οξιτανικής | του | οξιτανικού |
| αιτιατική | τον | οξιτανικό | την | οξιτανική | το | οξιτανικό |
| κλητική | οξιτανικέ | οξιτανική | οξιτανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οξιτανικοί | οι | οξιτανικές | τα | οξιτανικά |
| γενική | των | οξιτανικών | των | οξιτανικών | των | οξιτανικών |
| αιτιατική | τους | οξιτανικούς | τις | οξιτανικές | τα | οξιτανικά |
| κλητική | οξιτανικοί | οξιτανικές | οξιτανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οξιτανικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.