ονυχολυσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ονυχολυσία | οι | ονυχολυσίες |
| γενική | της | ονυχολυσίας | των | ονυχολυσιών |
| αιτιατική | την | ονυχολυσία | τις | ονυχολυσίες |
| κλητική | ονυχολυσία | ονυχολυσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ονυχολυσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: onycholysis + -ία < αρχαία ελληνική ὀνυχο- (ὀνύχιον, ὄνυξ) + λύσ(ις) + -ία,
Ουσιαστικό
ονυχολυσία θηλυκό
Συνώνυμα
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.