ομφαλοσκοπήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ομφαλοσκοπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομφαλοσκοπώ
- θα ομφαλοσκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομφαλοσκοπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ομφαλοσκοπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομφαλοσκόπηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.