ομφαλοσκοπήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ομφαλοσκοπήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομφαλοσκοπώ
  2. θα ομφαλοσκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομφαλοσκοπώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ομφαλοσκοπήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομφαλοσκόπηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.