ομοιοτροπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιοτροπία οι ομοιοτροπίες
      γενική της ομοιοτροπίας των ομοιοτροπιών
    αιτιατική την ομοιοτροπία τις ομοιοτροπίες
     κλητική ομοιοτροπία ομοιοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοιοτροπία < ελληνιστική κοινή ὁμοιοτροπία < αρχαία ελληνική ὁμοιότροπος

Ουσιαστικό

ομοιοτροπία θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ή κάτι ομοιότροπο(ς), η ιδιότητα του ομοιότροπου
  2. η ομοιότητα ως προς τον τρόπο ζωής, τον χαρακτήρα κ.λπ.
  3. (ορυκτολογία) η ισοτροπία

  • ομοτροπία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.