ομοιοπολικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοιοπολικότητα | οι | ομοιοπολικότητες |
| γενική | της | ομοιοπολικότητας | των | ομοιοπολικοτήτων |
| αιτιατική | την | ομοιοπολικότητα | τις | ομοιοπολικότητες |
| κλητική | ομοιοπολικότητα | ομοιοπολικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομοιοπολικότητα < ομοιοπολικός + -ότητα
Ουσιαστικό
ομοιοπολικότητα θηλυκό
- (χημεία) τον να είναι κάποιος ομοιοπολικός, η ιδιότητα του ομοιοπολικού
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ομοιοπολικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.