ισοσθένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοσθένεια οι ισοσθένειες
      γενική της ισοσθένειας των ισοσθενειών
    αιτιατική την ισοσθένεια τις ισοσθένειες
     κλητική ισοσθένεια ισοσθένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισοσθένεια < ελληνιστική κοινή ἰσοσθένεια < ἰσοσθενής < αρχαία ελληνική ἴσος + σθένος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.soˈsθe.ni.a/

Ουσιαστικό

ισοσθένεια θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές) ισοδυναμία
  2. (χημεία) ομοιοπολικότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.