ισοσθενία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοσθενία | οι | ισοσθενίες |
| γενική | της | ισοσθενίας | των | ισοσθενιών |
| αιτιατική | την | ισοσθενία | τις | ισοσθενίες |
| κλητική | ισοσθενία | ισοσθενίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.sθeˈni.a/
Μεταφράσεις
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.