ολοσηρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοσηρικός | η | ολοσηρική | το | ολοσηρικό |
| γενική | του | ολοσηρικού | της | ολοσηρικής | του | ολοσηρικού |
| αιτιατική | τον | ολοσηρικό | την | ολοσηρική | το | ολοσηρικό |
| κλητική | ολοσηρικέ | ολοσηρική | ολοσηρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοσηρικοί | οι | ολοσηρικές | τα | ολοσηρικά |
| γενική | των | ολοσηρικών | των | ολοσηρικών | των | ολοσηρικών |
| αιτιατική | τους | ολοσηρικούς | τις | ολοσηρικές | τα | ολοσηρικά |
| κλητική | ολοσηρικοί | ολοσηρικές | ολοσηρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σηρ και σηροτροφία
Μεταφράσεις
ολοσηρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.