ολισθήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ολισθήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολισθαίνω
  2. θα ολισθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολισθαίνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ολισθήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ολίσθηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.