διολίσθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διολίσθηση | οι | διολισθήσεις |
| γενική | της | διολίσθησης* | των | διολισθήσεων |
| αιτιατική | τη | διολίσθηση | τις | διολισθήσεις |
| κλητική | διολίσθηση | διολισθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διολισθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διολίσθηση < διολισθαίνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glissement)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.